πειθοδικαιόσυνος

πειθοδικαιόσυνος
πειθοδῐκαιόσῠνος, ον,
A pleading the cause of justice or obedient to justice, PMag.Lond.46.403.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πειθοδικαιόσυνος — ον, Α αυτός που πείθεται, που υπακούει και πειθαρχεί στο έργο τής δικαιοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + δικαιοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • πειθοδικαιόσυνε — πειθοδικαιόσυνος pleading the cause of justice masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”